-
1 σύν-οικος
σύν-οικος, in einem Hause oder Lande wohnend; τοιάδε μοι ξύνοικος ἐν δόμοισι μὴ γένοιτο, Aesch. Ch. 999; Suppl. 410; οὐδ' ἡ ξύνοικος τῶν κάτω ϑεῶν Δίκη, Soph. Ant. 447; ἀλλὰ ξύνοικον δέξασϑέ με, Ar. Plut. 1147; Her. 1, 57. 7, 73; γείτονας ὄντας καὶ ξυνοίκους μιᾶς χώρας, Thuc. 4, 64, u. öfter; vgl. Pol. 34, 9, 2; Ggstz von ξένος, Plat. Legg. IX, 880 c u. öfter; auch übertr., ὁ δυςφιλὴς σκότῳ λιμὸς ξύνοικος, Aesch. Ag. 1626; ᾡ τις οὐκ ἔνι κηλὶς κακῶν ξύνοικος, Soph. O. C. 1136; vgl. El. 775; auch in Prosa: ἐνδείᾳ ξύνοικος, Plat. Conv. 203 d; μὴ ἀδικῶν τῷ μεγίστῳ κακῷ ξύνοικος ᾐ, Rep. II, 367 a; ἆρ' ἔτι προςδεῖσϑ' ὑμῖν τὰς μεγίστας ἡδονὰς ξυνοίκους εἶναι, Phil. 63 d.
-
2 σύνοικος
A dwelling in the same house with,τῷ γυναικείῳ γένει A.Th. 188
, cf. Ch. 1005; ξ. εἴσειμ ' enter the house as an inmate, S.El. 818; of animals, Plu.2.974d, Hdn.1.12.2.b of persons living in the same city or country, fellow-inhabitant (prop. of those who join in colonizing a place, opp. ἔποικοι, Arist.Pol. 1303a28), σ. ἐγένοντο Ἀθηναίοισι (sc. οἱ Πελασγοί) Hdt.1.57, cf. 2.51, 7.73;ξ. ἐπαγαγέσθαι τινάς Th.2.68
; ξ. δέξασθαι or προσδέξασθαι, Ar.Pl. 1147, Pl.Lg. 708a;σ. ἔχειν ἐν τῇ πόλει Isoc.12.178
;σ. ἡμῖν ἐν τῇ πόλει Pl.Lg. 920a
;ἐν τῇ χώρᾳ σ. ὑμῶν γίγνεται Lycurg.145
; of gods worshipped in the country,τὸν θεὸν βαρὺν ξ. θησόμεσθα A.Supp. 415
, cf. Isoc.10.62;ἡ σ. τῶν κάτω θεῶν Δίκη S. Ant. 451
.c = μέτοικος or πάροικος, SIG480.2 (Delph., iii B.C.): in form σύνϝοικος, Schwyzer 324.12 (Delph., iv. B.C.).2 metaph., associated with, wedded to, tied to, of persons, τίς ἄταις ἀγρίαις, τίς ἐν πόνοις ξ.; S.OT 1206 (lyr.); σ. ἐνδείᾳ, κακῷ, Pl.Smp. 203d, R. 367a.b of things, associated with, ; ᾧ τίς οὐκ ἔνι κηλὶς κακῶν ξ.; S.OC 1134;ὑμῖν τὰς μεγίττας ἡδονὰς σ. εἶναι Pl.Phlb. 63d
;ὁ ἀεὶ σ. ἐμοὶ ἔρως X.Smp.8.24
;τοῦ [τῇ καρδίᾳ] συνοίκου αἵματος Diocl.Fr.44
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνοικος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий